παραδηλώ

παραδηλώ
(I)
-έω, Μ
παραβλάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»].
————————
(II)
-όω, ΜΑ
μσν.
προαναγγέλλω, προλέγω
αρχ.
1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο
ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς δικαιολογίες
iii) εμμέσως, με πλάγιο τρόπο, υπαινικτικά
iv) θέτοντας αίνιγμα ή εκθέτοντας αλληγορία
ν) με τρόπο συμβολικό
2. κατηγορώ κάποιον πλαγίως ή εμμέσως
3. σημαίνω, τονίζω, υπογραμμίζω, σχολιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + δηλόω / -ῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραδηλῶ — παραδηλόω intimate pres subj act 1st sg παραδηλόω intimate pres ind act 1st sg παραδηλόω intimate pres subj act 1st sg παραδηλόω intimate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδήλωσις — ἡ, Α [παραδηλώ (ΙΙ)] αἱ παραδηλώσεις οι υπαινιγμοί …   Dictionary of Greek

  • συμπαραδηλώ — όω, ΜΑ υποδηλώνω κάτι ακόμη («συμπαραδηλοῡντα καὶ τὸ ποῑόν τι καὶ πόστον μέρος τῆς ὅλης γῆς ἐστι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραδηλῶ «υποδηλώνω, φανερώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”